ἐπιχειρητικός

ἐπιχειρητικός
ἐπιχειρ-ητικός, ή, όν,
A in or for attack,

δεινότης Plu.2.978b

.
II ἡ -κὴ δύναμις the faculty of argumentation, Arr.Epict.1.8.7.
2 attempting to prove, Ascl.in Metaph. 224.6, Alex.Aphr. in Metaph. 176.35.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιχειρητικός — ἐπιχειρητικός, ή, όν (Α) [επιχειρητής] 1. ο έτοιμος να επιχειρήσει κάτι, επιθετικός 2. αποδεικτικός («ἐπιχειρητική δύναμις») 3. αυτός που προσπαθεί να αποδείξει κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἐπιχειρητικός — in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρητικαί — ἐπιχειρητικός in fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρητικῆς — ἐπιχειρητικός in fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρητική — ἐπιχειρητικός in fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρητικήν — ἐπιχειρητικός in fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”